- τεχνολόγος
- ο, ηο ειδικός της τεχνολογίας, αυτός που γνωρίζει πώς μετατρέπονται οι πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεχνολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγος — ο, ΝΑ, και τεχνολόγος, η, Ν αυτός που εξετάζει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες τής τέχνης νεοελλ. 1. ο ειδικός στην τεχνολογία 2. αυτός που μιλά ή γράφει περί τέχνης 3. αυτός που μιλά με τέχνη 4. αυτός που ασχολείται με τη γραμματική τεχνολογία αρχ … Dictionary of Greek
τεχνολόγοις — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc dat pl τεχνολόγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγου — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc gen sg τεχνολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγους — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc acc pl τεχνολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγων — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc gen pl τεχνολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγοι — τεχνολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tecnología — (Del gr. tekhne, arte + logos, ciencia.) ► sustantivo femenino 1 TECNOLOGÍA Estudio de los medios, técnicas y procesos empleados en cualquier campo y orientados al progreso y al desarrollo. SINÓNIMO técnica 2 TECNOLOGÍA Conjunto de los… … Enciclopedia Universal
хитрословесный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. τεχνολόγος) искусно говорящий, красноречивый.… … Словарь церковнославянского языка
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek